- φαικάσιον
- τὸ, Α1. υποκορ. τ. τού φαικάς2. (κατά τον Ησύχ.) «ὑποδήματος εἶδος γεωργικοῡ».[ΕΤΥΜΟΛ. < φαικός «λαμπρός» + επίθημα -ά-σιον (πρβλ. γυμν-άσιον)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φαικάσιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαικασίοιο — φαικάσιον neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαικασίοις — φαικάσιον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαικασίου — φαικάσιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)